χειρομάχος
Смотреть что такое "χειρομάχος" в других словарях:
χειρομάχος — ο, θηλ. χειρομάχισσα, ΝΜ, και χερομάχος Ν αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ναυ μάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
Cherimachvs — CHERIMĂCHVS, i, Gr. Χειρόμαχος, ου, (⇒ Tab. XXI.) einer von Elektryons und der Anaxo Söhnen, die sich endlich mit des Pterelaus Söhnen, ihren Vettern, aufrieben. Apollod. lib. II. c. 3. §. 5 … Gründliches mythologisches Lexikon
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειρομάχας — ὁ, Μ ο χειρομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχας / μάχης (< μάχομαι), πρβλ. λεοντο μάχας] … Dictionary of Greek
χειρομάχισσα — ἡ, Μ βλ. χειρομάχος … Dictionary of Greek
χειρομαχία — ἡ, Μ [χειρομάχος] (σχετικά με φυτά) η καλλιέργεια από ανθρώπινα χέρια («αὐτοφυῶς καὶ οὐκ ἀπὸ χειρομαχίας», Ευστ.) … Dictionary of Greek
χειρομαχώ — έω, Α [χειρομάχος] (με αισχρή σημ.) κάνω μάχη με τα χέρια, αυνανίζομαι … Dictionary of Greek
χερομάχος — ο, Ν βλ. χειρομάχος … Dictionary of Greek
siromah — SIROMÁH adj., s. v. calic, necăjit, nevoiaş, sărac, sărman. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime siromáh ( hi), s.m. – Muncitor. Indica (sec. XV XVII) o categorie fiscală de locuitori din Munt. şi din Mold., care nu plăteau dări în… … Dicționar Român
sărman — SĂRMÁN, Ă, sărmani, e, adj. 1. (Adesea substantivat) Sărac (1). 2. (înv. şi reg.) Orfan. 3. (Adesea substantivat; exprimă compătimire faţă de cineva sau de ceva) Biet, nenorocit, sărac (7). [var.: (reg.) sărimán, ă, sirimán, ă, sirmán, ă adj.] –… … Dicționar Român